- βαδίσεως
- βαδίσεω̆ς , βάδισιςwalkingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въхожениѥ — ВЪХОЖЕНИ|Ѥ (6*), ˫А с. 1. Вхождение, приход: ·а҃· бо храмъ имѩше вънѹтрь превыспрьнѩ˫а, высотѹ же имѩше локотъ ·ѳ҃і҃· [в др. сп. ·с҃·] вдолѣ же ·и·… по вхожении же паперти цр҃квьны˫а инъ бѣ домъ ѹтренемѹ, ѥмѹ же высота бѣ локотъ ·з҃·, ширыни же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αβασία — Ψυχοπαθολογική κατάσταση υστερικού χαρακτήρα ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά, ενώ μπορεί να μετακινείται με πηδήματα ή μπουσουλώντας, να κολυμπάει, να σκαρφαλώνει στα δέντρα ακόμη και να χορεύει. Τις περισσότερες φορές… … Dictionary of Greek
υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ … Dictionary of Greek